- υποσελήνιος
- -ον, Α [ὑποσέληνος]ὑποσέληνος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποσελήνιος — under the moon masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλείδης — I (αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Γνωστικός φιλόσοφος και αιρετικός. Ήταν Έλληνας στην καταγωγή, αλλά έζησε και δίδαξε στην Αίγυπτο. Οι φιλοσοφικές θεωρίες και οι αιρετικές αντιλήψεις του διασώθηκαν από τους αγίους Ειρηναίο και Ιππόλυτο. Κατά τον πρώτο, ο… … Dictionary of Greek